Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Pi (1998)

Ο Max Cohen είναι ένας ιδιοφυής μαθηματικός. Eίναι κοντά στην ανακάλυψη του Νόμου που διέπει το σύμπαν. Mια καββαλιστική οργάνωση και μια χρηματιστηριακή εταιρεία επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν την ανακάλυψή του προς όφελός τους. Παράλληλα, ο ίδιος ταλαντεύεται επικίνδυνα ανάμεσα στη λογική και την παράνοια.
Το εντυπωσιακό ντεμπούτο του 29χρονου Αρονόφσκυ. Από τότε που το αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά συνήθιζε να είναι ανεξάρτητο. Μια ταινία φαινόμενο με μπατζετ μόλις 60.000$, παντελώς διαφορετική σε σύγκριση με οτι κυκλοφόρησε από ΗΠΑ στα 90s. Σύστησε ένα διαφορετικό σινεμά, αποθεώθηκε σε διάφορα μικρά φεστιβάλ και πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Sundance (έχασε το μεγάλο βραβείο απο το ξεχασμένο Slam.1998) και ανακυρήχτηκε σε future cult classic.
Ο Μαξ (Sean Gullette) έχει 3 κανόνες - (1) τα μαθηματικά είναι η γλώσσα της φύσης, (2) τα πάντα μπορούν να εκφραστούν με αριθμούς και (3) απ' τους αριθμούς προκύπτουν τα πρότυπα. Συνεπώς, υπάρχουν πρότυπα παντού στη φύση. Τι γίνεται στη χρηματαγορά; Το σύμπαν των αριθμών που εκφράζει την παγκόσμια οικονομία. Η υπόθεσή του: Η χρηματαγορά διέπεται επίσης από ένα πρότυπο. 10 χρόνια παλεύει για την επαλήθευση της υπόθεσης του με την βοήθεια του d.i.y. υπερ υπολογιστή- Ευκλείδη. Παθιασμένος με τη έρευνα του, κλειδαμπαρωμένος σε μια τρύπα, αποφεύγει την όμορφη Ινδή γειτόνισσα που τον ταίζει και η μοναδική επαφή του με την πραγματικότητα είναι ο μέντορας του (Mark Margolis) που πάλευε 40 χρόνια με τα πρότυπα του π μέχρι που αποσύρθηκε για να μην αποτρελαθεί και τον προτρέπει μάταια να κάνει το ίδιο. Ήδη τον βασανίζουν συχνές και δυνατές ημικρανίες και τα χάπια δεν βοηθούν αρκετά. Μια μέρα ο Ευκλείδης κρασάρει και σε μια κρίση αυτοσυνείδησης ξερνά μια ύποπτη ακολουθία 216 ψηφίων. Καθώς αποκόπτεται όλο και πιο πολύ από το κόσμο και τα χάπια αυξάνονται, τον καταδιώκουν πράκτορες της wallstreet που θέλουν τα πρότυπα για να ελένξουν την παγκόσμια αγορά και σκληροπυρηνικοί καββαλιστές που πιστεύουν οτι τα 216 ψηφία απαρτίζουν το αληθινό όνομα του θεού. Ενώ προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το χάος, αυτό τον κυκλώνει απειλητικά. Ενώ προσπαθεί μέσω μαθηματικών να ερμηνεύσει την ζωή, αυτή τον προσπερνά.
Συνωμοσίες, θρησκευτικές αιρέσεις, κοσμοθεωρίες, αριθμολογία, wallstreet, taro, κρυφές τεχνολογίες και το αρχαίο κινέζικο παιχνίδι της πλάκας Γκο μπλέκονται σε μια ιστορία με κύριο θέμα την εμμονή (και με στοιχείο MacGuffin το π). Ο μύθος του Ίκαρου στην techno εποχή. Ο Eraserhead.1977 συναντά τον Frankenstein.1931, και το cyber punk τo body horror. Το τραχύ ασπρόμαυρο με έντονο κοντραστ (""""επιρροή""'" από  Tetsuo, the Iron Man.1989 του ShinyaTsukamoto και την σειρά κόμικ Sin City του Frank Miller), οι παλαβές κινήσεις τις κάμερας, η πρώτη χρηση της (πολυφορεμένης πλέον) Snorricam, το απότομο μονταζ (hip hop montage) και τα ηχητικά εφε αντικατοπτρίζουν το μυαλό του ήρωα που βυθίζεται σταδιακά στη τρέλα. Στον  αντίκτυπο της ταινίας βοήθησε τα μέγιστα και το soundtrack που επιμελήθηκε ο Clint Mansell (Pop Will Eat Itself) με επιλογές απο την αφρόκρεμα της ηλεκτρονικής σκηνής της εποχής (Autechre, Aphex Twin, Roni Size, Massive Attack, David Holmes, GusGus, Spacetime Continuum) συνεισφέροντας στη κλειστοφοβική χαοτική υποβλητική εφιαλτική ατμόσφαιρα του έργου. Αναφορές σε Πυθαγόρα, Λεονάρντο Ντα Βίντσι, Αρχιμήδη, Φιμπονάτσι, περιπλέκουν ευχάριστα και ανώδυνα (για άσχετους με μαθηματικά) το στορυ. Χυμένα μυαλά στο νεροχύτι και η σκηνή με το τρυπάνι δεν ξεχνιούνται εύκολα. Ορόσημο των 90s, μαθήμα για το how an independent film is made, ήπιο μαθηματικο midfuck, αντισυμβατικό άγριο μινιμαλιστικό cyber punk sci fi thriller. 12.50.press return
1.Snorricam=bodymount camera- πρωτοχρησιμοποιήθηκε απο τον Saul Bass στο αριστούργημα του John Frankenheimer Seconds (1966)
2.MacGuffin- κινηματογραφικός όρος του Χίτσκοκ = Προσχηματικό αφηγηματικό στοιχείο πάνω στο οποίο στήνεται η πλοκή.
3. 216= 6χ6χ6= 666 φακ γεα !
4. π ≈ 3,14 η μαθηματική σταθερά που ορίζεται ως ο λόγος του μήκους της περιφέρειας ενός κύκλου προς τη διάμετρο 
5.ενας άλλος αριθμός εδω




Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Red Desert (1964)

Η Τζουλιάνα, σύζυγος διευθυντή εργοστασίου και μητέρα ενός αγοριού, βρίσκεται σε κατάσταση μετατραυματικού σοκ μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα. Αποξενωμένη από όλους και όλα, αναγκάσμενη να ζει σ'ένα περιβάλλον που δεν ευνοεί της ψυχολογική της κατάσταση, θα εμπιστευτεί λάθος άτομα προσπαθώντας να πιαστεί απεγνωσμένα από κάπου.
  Η τέταρτη ταινία της θρυλικής τριλογίας της αποξένωσης του Αντονιόνι. Και πάλι Μόνικα Βίτι. Και πάλι μια γυναίκα σε κρίση. Τριγυρνά με τον γιο της στους βαλτότοπους της βιομηχανικής περιοχής της Ραβέννα, "μια πόλη χωρίς ίχνος ανθρωπιάς", την ώρα που οι εργάτες του εργαστασίου κάνουν απεργία. Όμορφη, αφηρεμένη, φρικαρισμένη, κουρασμένη απο γιατρούς και θεραπειές, φοβάται ακόμα και τον ευατό της. Προσπαθεί να επιστρέψει στην πραγματικότητα, όπως λέvε στηv κλιvική, αλλά βλέπει κάτι τρομερό εντός της και αποφεύγει να το αντιμετωπίσει. Αναζητά την θέση της στον Κόσμο και ονειρεύται να γίνει πάλι 15 και να ζήσει μόνη της σε μια ερημική παραλία. Ο άντρας της μόνιμα αδιάφορος και αφοσιωμένος στη δουλειά του ενώ ο γιος - how 1+1=1 - το παίζει οτι έπαθε ουρονοκατέβατη πολιομυελίτιδα μπας και του δώσει κάποιος σημασία. Τους έχει επισκεφτεί ένας άγγλος βιομήχανος με ήσυχη αριστερή συνείδηση (ντουμπλαρισμένος Ed Harris) που ψάχνει εργάτες για ενα εργοστάσιο στη Παταγωνία και φλερτάρει την ευάλωτη Τζουλιάνα εκμεταλλευόμενος την ψυχολογική της αστάθεια.
Άλλη μια εβληματική δημιουργία του Αντονιόνι (πάντα σε συνεργασία με τον συνσεναριογράφο Tonino Guerra). Σαν ανακαιφαλαίωση της τριλογίας και μια φυγή προς τα εμπρός ταυτόχρονα. Ξεπερνώντας τις συμβάσεις του κλασσικού, επεκτύνει τα όρια του σινεμά και θέτει τις σταθερές του μοντέρνου. Χώρος, χρόνος, χρώμα και ήχος αποκτούν ένα προτόγνωρο δημιουργικό ρόλο στην αφήγηση, το νοηματικό και αισθητικό σύνολο. Στην πρώτη ένχρωμη ταινία του το χρώμα βγάζει μάτια. Ένας θρίαμβος του τεκνικολόρ που πέρα απο την οπτική ευχαρίστηση, αποκτά εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα και γίνεται εκφραστικό μέσο. Υπερτονίζεται αφύσικα και υποβλητικά (προ digital επεξεργασίας) αποδίδωντας περιγραφικότατα τα ανείπωτα συναισθήματα της ηρωίδας και δημιουργώντας μια αίσθηση ταραχής παρά την απουσία δράσης. Το γκρίζο βιομηχανικό τοπίο είναι ο πρωταγωνιστής - το ντεκορ ανυψώνεται σε υποκείμενο, τα πάντα συμβαίνουν εντός των τοιχών του και στη σκιά του ανθρωπάκια βιώνουν μικρά ή μεγάλα δράματα. "Η βιομηχανία ορίζει τη ζωή μας, την απογυμνώνει από το απρόοπτο, της στερεί την αίσθηση του ζωντανού. Το πλαστικό κυριαρχεί παντού και αργά ή γρήγορα η φύση θα θεωρείται αντίκα"(M.Antonioni). Τεράστιες εγκαταστάσεις, εργοστάσια, φλόγες στον ουρανό, μολυσμένα ύδατα, σκουπιδότοποι, άδειοι δρόμοι, πεθαμένα πλοία είναι ο νέος κόσμος. Μια αφιλόξενη Κόκκινη Έρημο (ελλ.τίτλος) πηγμένη στην βροχή, την ομίχλη και τον θόρυβο που καταπίνει σιγά σιγά τους ήρωες εν αγνοία τους, καθιστώντας τις ανθρώπινες σχέσεις αδύνατες και την επικοινωνία παντελώς απούσα (και ας έχουν στήσει τεράστιες κεραίες για να ακούν τον ήχο των άστρων).
 Τέχνες, επιστήμες, ψυχολογία, φιλοσοφία, αρχιτεκτονική, βιομηχανία, καπιταλισμός, ψυχογεωγραφία (η μελέτη των εξειδικευμένων επιπτώσεων του γεωγραφικού περιβάλλοντος επί των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς των ατόμων), ιδεολογίες, οικολογία και ερωτισμός αναμοχλεύονται για να φέρουν τον άνθρωπο αντιμέτωπο με όλες τις όψεις της σύγχρονης καθημερινότητας και να αποκαλυφθεί το δέος και η αμηχανία του μπροστά στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο (Άλντους Χάξλεϋ.1932). Φόρμα και περιεχόμενο συντονίζονται απόλυτα πάνω σε αύτη την αμηχανία- οut of focus πλάνα, νεκροί χρόνοι, ελλειπτικοί διάλογοι, ασάφεια, ατελής όργιο (παρά την κατάποση αυγών ορτυκιού- δυνατό αφροδιασιακό), θολούρα, θόρυβος και παύσεις. Χωρίς νοσταλγία για το αγνό παρελθόν ή αποστροφής προς το μέλλον, καταγράφει το "τώρα", το τρέχον, και παρατηρεί αποστασιοποιημένα την ειρωνική σχέση μεταξύ ανθρώπου και προόδου, την αδυνατότητα προσαρμογής στην νέα αστική τάξη πραγμάτων και τις επιπτώσεις στη σχέση κοινωνίας - ατόμου μέσω μιας ιστορίας, χωρίς αρχή και τέλος, εκείνων των ημερών όπου "δεν συμβαίνει τίποτα". Tο νόημα του έργου αποκαλύπτεται με την εικόνα, "έχει κάτι να δείξει, παρά κάτι να πει". Δεν είναι καταγγελία, ούτε κύρηγμα, δεν ψάχνει αίτια και λύσεις, αναδεικνύει την παράδοξη ομορφιά των μηχανών και την ασχήμια της ευημάριας, και επιμένοντας στην δύναμη του κινηματογράφου μιλά με εικόνες για αυτά που ο λόγος αδυνατεί να αποδώσει και η επιστήμη να εξηγήσει. Η προτοφανής μουσική υπόκρουση είναι μια music concrete σύνθεση του πρωτοπόρου Vittorio Gelmetti με βιομηχανικής ήχους και συμπληρώνεται απο το θέμα του Giovanni Fusco δίνοντας μια παράξενη αίσθηση sci-fi thriller στην ατμόσφαιρα. Ένα κόσμημα του παγκόσμιου κινηματογράφου, ορόσημο του μοντερνισμού, αντιπροσωπευτικό δείγμα του "σινεμά του δημιουργού", μπροστά από την εποχή του abstract ambient industrial προβοκατόρικο αντι-ρομαντικό δράμα, πορτραίτο της εποχής για την κοινωνική αρχαιολογία του μέλλοντος.












Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Scanners (1981)

Ένας επιστήμονας που ειδικεύεται σε μια ομάδα ανθρώπων με εξαιρετικές τηλεπαθητικές δυνατότητες ονόματι «Scanners» στέλνει ένα άγνωστο μέλος για να εντοπίσει και να εξοντώσει τον ισχυρότερο σκάννερ που ηγείται μιας υπόγειας οργάνωσης με σκοπό των πολλαπλασιασμό τους και την δημιουργία μιας παντοδύναμης αυτοκρατορίας.
Cronerberg παλιακός. Ο καναδός της καρδιάς μας. Εισηγητής του body horror και ανανεωτής του σινεμά του Φανταστικού. Μια σχολή μόνος του. Η 4η ταινία του (σκηνοθεσία ΚΑΙ σενάριο) μετά τα Shivers(1975), Rabid(1977), The Brood (1979) και αυτή που τον έκανε γνωστό και εκτός καναδά.
Ξεκινά με τον καλό σκανερ- λουμπεν, αντικοινωνικός και τέρας της φύσης- να περιπλανιέται μόνος σε εμπορικό κέντρο. Όταν αντιλαμβάνεται οτι μια γριά τον κακολογεί, λόγω του παρουσιαστικού του, την αναγκάζει Μόνο με την σκέψη του και μέσω αφόρητων σωματικών πόνων να χτυπιέται στο πάτωμα. Τον εντοπίζουν κάποιοι μυστήριοι και τον απαγάγουν...Ο κακός σκαννερ έχει πάει σε μια διάλεξη -στην πρώτη παγκόσμια παρουσίαση του φαινομένου των σκαννερς, όπου είναι καλεσμένοι όλοι οι vips των ΗΠΑ. Γίνεται εθελοντής μιας επίδειξης σκανινγκ και ανατινάζει το κεφάλι του παρουσιαστή -το διασημότερο Head Explosion -σήμα κατατεθέν της ταινίας. Ο δημιουργός του πειραματικού φαρμάκου κυήσεως /αιτία της εμφάνισης των σκαννερς  αναλαμβάνει την ψυχοπροπόνηση του καλού και την ανακούφιση του απ'τις βασανιστικές χαώδες φωνές που ακούει μέσα στο κεφάλι του κάθε σκάννερ (ο κακός έκανε μια τρύπα ανάμεσα στα δυο μάτια για να τις βγάλει έξω) και τον στέλνει να διεισδύσει στην οργάνωση. Λίγοι μόνο μήνες μένουν για την γέννηση μιας ολόκληρης γενιάς από Σκάννερς.
Φουτουριστικό θριλερ, διαστρεβλωμένη επιστήμη, τρελός επιστήμονας, βιομηχανική κατασκοπεία, συνωμοσία για την παγκόσμια κυριαρχία, o ανθρώπινος φόβος της σωματικής μετάλλαξης και των μολύνσεων, τα παιδιά του μέλλοντος και η ηθική της επιστήμης, η μάχη του κακού με το καλό σε ένα ανώτερο επίπεδο δύναμης, Xavie VS Magneto... Όλα μέσα σε ένα ιδιόμορφo intellectual συνδιασμό τρόμου και επιστημονικής φαντασίας πάνω σε μια (όπως πάντα) πρωτότυπη σεναριακή ιδέα. Τα καλοσχεδιασμένα εφε και το ευρήμα της έκρηξης (αν και δεν γίνεται κατάχρηση αυτών) έκαναν αίσθηση στην εποχή τους συντελλώντας σημαντικά στη φήμη της ταινίας. Την παράσταση κλέβει ο υπερκακός- wannabe Jack Nicholson- Michael Ironside, ο καλός είναι κάποιος καναδός νεο-  εξπρεσιονιστής ζωγράφος Stephen Lack. Παλαιομοδίτικο πρώιμο 80s cult classic, χωρίς γυμνό, με σπλαττερ μοντέρνα τέχνη, τεράστια γυαλιά και αρχαίους υπολογιστές χωρίς τοίχο προστασίας από ψυχοσκανάρισμα, μουσική ως συνήθως από Howard Shore και μια εντυπωσιακή μάχη στο φινάλε. Θα μπορούσε να είναι και καλύτερο αλλά καίγεται από το περίπλοκο υπερφιλόδοξο σενάριο του. Πολύτιμη ηχώ αλλότινων καιρών. Ακολούθησαν (χωρίς συμμετοχή από Cronerberg) τα Scanners II: The New Order (1991), Scanners III: The Takeover (1992) Scanner Cop (1994), Scanners: The Showdown (1995)


Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

On the Road (2012)

Η ταινία «On the road» («Στο Δρόμο») είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζακ Κερουανγκ. Το εν λόγο μυθιστόρημα έχει γραφτεί την δεκαετία του ΄50 και θεωρείται το σήμα κατατεθέν της λεγόμενης μπιτ λογοτεχνίας. Είχα αποπειραθεί να το διαβάσω σε ηλικία 17 ετών, αλλά δεν τα κατάφερα. Έφηβος ήμουν εξάλλου, είχα άλλα πράγματα να κάνω. Το ξαναέπιασα στα χεριά μου γύρω στα 20, ένα μεσημέρι στο σπίτι στα Εξάρχεια όπου ζούσα όταν ήμουν φοιτητής. Με κράτησε μερικές ώρες... Στην συνέχεια άνοιξα το παραθύρι μου και το πέταξα έξω, αναγκάζοντας το να βρεθεί, μετά από μια όμορφη πλάγια βολή, εκεί που πραγματικά του άξιζε: Στο δρόμο.
Εν έτη 2012 είπα να δω και την ταινία. Ανώδυνη επιλογή. Ας σταθούμε λίγο στην ιστορία της ταινίας. Ο Σαμ είναι ένας 30άρης αμερικάνος που προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο, αλλά δεν του έρχεται κάποια ιδέα. Αποφασίζει λοιπόν, να εγκαταλείψει για κάποιο χρονικό διάστημα το σπίτι και την μητέρα του και να ξεκινήσει ένα οδοιπορικό προς την δύση. Έτσι ξεκινάει το ταξίδι του χρησιμοποιώντας τρένα και κάνοντας οτοστόπ. Σκοπός του είναι να απολαύσει και να αποκτήσει διάφορες εμπειρίες. Βλέπουμε λοιπόν το Σαμ να είναι στην καρότσα ενός φορτηγού μαζί με εργάτες και να απολαμβάνει τον ήλιο, να πίνει και να χορεύει σε ένα καταγώγι, να γνωρίζει και να μιλάει με κόσμο. Κάπου κολλάει με τον Ντιν, ένα όμορφο 30άρη που θέλει και αυτός να ζήσει την ζωή του. Ο Ντιν λειτουργεί για τον Σάμ σαν καθοδηγητής και μέντοράς στο δρόμο για την αναζήτηση και ολοκλήρωση των επιθυμιών του. Ο Σαμ και ο Ντιν, λοιπόν, αποτελούν τον πυρήνα μιας μικρής παρέας που πίνει, κάνει χρήση κάποιων ναρκωτικών, προσπαθεί να κάνει ομαδικό σεξ, χορεύει και φιλοσοφεί.
Όλα αυτά στην ταινία παρουσιάζονται σαν σχετικά ακραίες κοινωνικά συμπεριφορές. Αν όμως ο θεατής γίνει λίγο πιο προσεχτικός θα καταλάβει ότι δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό. Στην ουσία τα ταξίδια τους διαρκούν κάποιους μήνες και όταν ο Σαμ επιστρέφει στην μητέρα του, ο Ντιν παντρεύεται και γίνεται πατέρας.  Όταν γεμίσουν τις μπαταρίες τους, ο Σαμ και ο Ντιν ξαναρίχνονται στην περιπλάνηση, εγκαταλείποντας για κάποιο χρονικό διάστημα τις εστίες τους. Ο Σαμ πολλές φορές έρχεται αντιμέτωπος με την αδικία. Ένας μαυραγορίτης του αγοράζει κοψοχρονιά ένα κειμήλιο του πατέρα του και ο Σαμ δυσφορεί καθώς παίρνει τα λεφτά. Ένας επιστάτης τον πληρώνει ελάχιστα μετά από μια εξαντλητική μέρα στις βαμβακοφυτείες και ο Σαμ τον στραβοκοιτάζει καθώς παίρνει τα λεφτά. Ένας μπάτσος τους γράφει για υπερβολική ταχύτητα και ο Σαμ προβληματίζεται καθώς του δίνουν τα λεφτά. Γενικά δεν αντιδρά. Κοιτάζει πως να αποφύγει οποιαδήποτε ρήξη. Το θυμό του τον βγάζει σε κάτι χαρτάκια που γράφει το ημερολόγιο του. Μόνο αυτό τον νοιάζει τον Σαμ, η καταγραφή των εμπειριών του, ως εσωτερική αντίληψη της πραγματικότητας. Πάραυτα καμία αλληλεπίδραση. Η κορύφωση της ταινίας είναι μια νύχτα της τελευταίας περιπλάνησης των ηρώων στη Ν. Αμερική και συγκεκριμένα στο Μεξικό. Εκεί οι ήρωες μας έχουν μαστουρώσει και μεθύσει, ψωνίζουν σε ένα τοπικό οίκο ανοχής μεξικανίδες και ξεσαλώνουν. Το επόμενο πρωί οι δρόμοι τους χωρίζουν. Ο Ντιν επιστρέφει στη γυναίκα του και ο Σαμ στην μητέρα του.
Όλη η διακεκομμένη περιπέτεια των ηρώων πρέπει να κράτησε περίπου δυο χρόνια (μαζί με χρονικό διάστημα που ήταν σπίτια τους). Στο τέλος της ταινίας ακολουθεί μια σκηνή, που οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι αποκαλύπτει και την άποψη του σκηνοθέτη για αυτήν την γενιά. Ο Σαμ κουστουμάτος, γραβατωμένος και γυαλισμένος ετοιμάζεται να μπει σε ένα σχετικά πολυτελές αυτοκίνητο συνοδευόμενος από μια παρόμοια παρέα. Εκεί συνάντα ο Ντιν: Ξεμαλλιασμένο, κουρασμένο, ταλαιπωρημένο. Τα βλέμματα τους συναντιούνται. Ο Σαμ είναι ψυχρός και αγέρωχος. Ο Ντιν, με ανάσα παγωμένη, του λέει «διέσχισα χιλιόμετρα για να σε βρω». Το βλέμμα του Σαμ τον απορρίπτει. Η διαφορά τους είναι μεγάλη. Η διαφορά τους είναι ταξική.  Ο Σαμ αποκαλύπτεται. Το μόνο που έκανε όλο αυτό το διάστημα ήταν φτηνά ταξίδια, αν όχι ασήμαντα, σίγουρα μονοσήμαντα. Νοιάζονταν να περάσει καλά, έχοντας μέσα του μια κρυφή γραμμή πλεύσης που θα τον οδηγούσε στο τέλος σε ένα ασφαλές λιμάνι. Ήξερε τι έκανε. Ήταν πονηρός. Ο Ντιν, αν και ήταν το ίδιο εγωιστής, δεν είχε γραμμή πλεύσης, επένδυε σε λάθος σχέσεις, σε λάθος άτομα που το μόνο κοινό που είχαν ήταν η ψευδαίσθηση ότι είχαν κάτι κοινό.  Για αυτό βγήκε και χαμένος. Μετά από αυτήν την συνάντηση-προδοσία, το φινάλε της ταινίας δείχνει το Σαμ να βιάζεται να γράψει το βιβλίο του. Ο κύκλος είχε κλείσει. Η ιστορία του είχε ολοκληρωθεί με την προδοσία του συνοδοιπόρου του. Το βλέμμα του δεν δείχνει καμία μεταμέλεια, ίσως μόνο μια μικρή ενοχή. Φαίνεται όμως πως δεν έχει σημασία για αυτόν. Εξάλλου, τον απασχολούν άλλα πράγματα και βιάζεται να γράψει. Βιάζεται πολύ να γράψει το βιβλίο του. Προφανώς γιατί ανησυχεί μη ξεχάσει. Γράφει για όλες τις εμπειρίες των ταξιδιών του, γρήγορα, χωρίς κόμματα και λεκτικά τεχνάσματα. Γράφει, γράφει, γράφει... Η επιθυμία του να γράψει είναι το ίδιο έντονη με κάποιον που τον έχει πιάσει κόψιμο και θέλει να χέσει. Και έτσι ο Σαμ γράφει σαν να χέζει, βιαστικά και χωρίς σκέψη. Έτσι γεννήθηκε η μπιτ λογοτεχνία. Ο Σαμ είναι ο Τζακ Κερουαγκ και το «On the Road» η κουράδα του.

από κάποιον αναγνώστη

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

The Road (2009)

Κοντινό μέλλον. Μια τεράστια καταστροφή κάλυψε με ένα σύννεφο στάχτης τον πλανήτη. Η χλωρίδα και η πανίδα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και οι λιγοστοί άνθρωποι που απέμειναν έχουν στραφεί στον κανιβαλισμό. Ένας άντρας με τον 12χρονο γιο του διασχύζουν την κατεστραμμένη Αμερική με κατεύθυνση τον νότο, τη θάλασσα. Σέρνουν ένα καρότσι με τα λιγοστά τους εφόδια και έχουν μαζί τους ένα πιστολι για αυτοάμυνα ή αυτοκτονία.
Το τέλος του κόσμου είναι ο αγαπημένος μύθος, της κουρασμένης απο τον εαυτό της, Δύσης. Η  εσχατολογική επιθυμία γίνεται πραγματικότητα κάτω από αδιευκρίνιστα αίτια εξαλείφωντας κάθε ίχνος πολιτισμού και κοινωνικού ιστού. Τα ρολόγια σταμάτησαν, ο ήλιος χάθηκε, η κεκαλυμμένη βαρβαρότητα απελευθερώθηκε και επιστρέψαμε αυτόματα στον πρωτογονισμό και τους νόμους της ζούγκλας.
Το παιδί γεννήθηκε στο Μετά και ανακαλύπτει τον κόσμο με τη βοήθεια του πατέρα (Viggo Mortensen) που με απλοικότητα παραμυθιού του εξηγεί πως έχει η κατάσταση..."εμείς είμαστε οι Καλοί-αυτοί που κουβαλούν την φλόγα μέσα τους, Κακοί είναι αυτοί που τρώνε ανθρώπους". Προσπαθεί να του εμφυτεύσει κάποιες από τις αξίες του παλαιού κόσμου λέγοντας του ιστορίες ανδρείας και δικαίωσης και του μαθαίνει να χειρίζεται το πιστόλι. Τον βασανίζει ακόμα η στιγμή που η μάνα (Charlize Theron) τους παράτησε λίγο καιρό μετά τη γέννα και έφυγε μόνη μη αντέχωντας τη νέα τάξη πραγμάτων. Μοναδικός λόγος ύπαρξης του η επιβίωση του παιδιού. Διασχίζουν για χρόνια το χάος και στην πορεία τους συναντούν άλλους απελπισμένους κουρέλιδες (Robert Duvall, Guy Pearce), κλέφτες, συμμορίες κανιβάλων, αποθήκες ανθρώπων/τροφίμων και έχουν να αντιμετωπίσουν την πείνα, το μόνιμο ψύχος, συχνούς μετασεισμούς και όξινη βροχή. Πιάνο, τζάκι, καναπές, σαμπουάν, κοκα κολα (η καλύτερη διαφήμιση εβερ) είναι άχρηστες πλέον πολυτέλειες- απομεινάρια πολιτισμού- ενώ οι ληγμένες κονσέρβες είναι θησαυρός. Ζόφος ρέων. Απόγνωση, φόβος, μοναξιά και ματαιότητα. Η επιβίωση είναι η νέα ηθική και η οικογένεια η τελευταία αξία.
Μεταφορά του ομότιτλου πουλιτζερικού μυθιστορήματος του Cormac McCarthy (No Country for Old Men) από τον αυστραλό John Hillcoat (The Proposition.2005) που σεβάστηκε την (θεωρητικά μη κινηματογραφήσιμη) πρώτη ύλη και δεν το ξεφτύλισε με ανούσιες σκηνές δράσης και εκρήξεις. Το περιβάλλον είναι ο 3ος πρωταγωνιστής- ένα έρημο απέραντο γκρίζο ρημαγμένο τοπίο πλήρης αποσύνθεσης με βαριά ατμόσφαιρα απόλυτης παρακμής που συμπληρώνεται από το μινιμαλιστικό σαουντρακ του Nick Cave. Η ασάφεια των αιτιών της καταστροφής και το διφορούμενο φινάλε διευρύνουν την αλληγορία πάνω στο " Έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι με έναν πάταγο, αλλά με έναν λυγμό" (T.S.Eliot). Feel bad υπαρξιακό road movie, μετα-αποκαλυπτικό οικογενειακό δράμα, δράμα ενηλικίωσης στο ποτέ και πουθενά, μαθήματα επιβίωσης με αξιοπρέπεια στο ολοκάυτωμα.




Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

La Ceremonie (1995)

Η Σόφι προσλαμβάνεται ως οικοιακή βοηθός από μια οικογένεια αστών που ζει σε μια απομονωμένη επαύλη σε μια επαρχία της Γαλλίας. Η φιλία της με Ζαν, την ενοχλητική για την οικογένεια υπάλληλο ταχυδρομείου, θα έχει απρόσμενες εξελίξεις.
Η μεγάλη επιστροφή του Σαμπρολ (1930-2010) με την 49η ταινία του μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα στη καριέρα του ήταν και η μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία. Θέμα του και πάλι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και πως αυτές εκδηλώνονται στον ταξικό κόσμο. Από τη μια πλευρά η Σόφι- λιγομίλητη, βολική, υπάκουη, αγέλαστη και κρύα σαν ρομπότ. Κρύβει με κάθε τρόπο και όποιο ρίσκο τον αναλφαβητισμό της απο όλους. Σε κάθε ευκαρία λιώνει μπροστά στην tv. Από την άλλη, μια τυπική πατριαρχική οικογένεια ενός βιομηχάνου και μιας γκαλερίστας με δυο παιδιά από προηγούμενους γάμους. Μόλις έβαλαν δορυφορική tv και έχουν ξετρελαθεί. Συμφώνησαν οτι θα την προσφωνούν Σόφι ή νοικοκυρά και όχι κουβερνάντα ή οικονόμο. Είναι ικανοποιημένοι μαζί της, την θεωρούν "λίγο παράξενη, αλλά εύρημα". Η αγενής Ζαν είναι η διαφθορέας, η κακή επιρροή. Σαρκάζει τους φιλανθρωπους της εκκλησίας, φθονεί τους αστούς, κουτσομπολεύει την Οικογένεια. Όταν ο Κύριος τσακωθεί μαζί της για την ανοιχτή αλληλογραφία του, θα επιπλήξει την Σόφι για τις κακές παρέες της. Το ποτήρι θα ξεχειλίσει όταν το φοβερό μυστικό της αποκαλυφθεί. Ένοχα(?) μυστικά του παρελθόντος θα φέρουν πιο κοντά τις δυο κοπέλες, η φιλία τους θα γίνει συμμαχία, και οι καραμπίνες θα ηχήσουν την ώρα που η Οικογένεια με επίσημο ένδυμα παρακολουθεί στην tv την όπερα  του Μότσαρτ Don Giovanni.
La ceremonie=H Tελετή (ελλ.τίτλος)=η διαδικασία που προηγείται της θανατικής ποινής με γκιλοτίνα, /πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη Γαλλική Επανάσταση. Οι αντιστοιχίες προφανείς... H πάλη των τάξεων ως τραγωδία ή μαύρη κωμωδία ντυμένη με μυστήριο και σασπενς. Βασισμένο στο μυθιστόρημα Τυφλή Ετυμηγορία (A Judgement in Stone.1977) της Ρουθ Ρέντελ που είναι εμπνευσμένο απο την υπόθεση των αδελφών Παπέν (βλ.Οι Δούλες.1947 , Les abysses.1963). Παρακολουθεί μια απλή ιστορία, την σοκιν είδηση της ημέρας, και φωτίζοντας τις ασήμαντες αθέατες λεπτομέρειες της, ξεσκεπάζει τις σχέσεις εξουσίας και τις βίαιες συνθήκες που τις συντηρούν. Η Ζαν θα ταράξει τις ισορροπίες και η αντιβία της άβουλης και αναλώσιμης Σόφι δεν θα έρθει απο ιδεολογικές οδούς, αλλά από ένα βιολογικό, ανεξέλεκτο, αναπόφευκτο, ιστορικά αναγκαίο, ξέσπασμα απέναντι στην υπεροψία της (συμπαθέστατης κατά τα άλλα) Οικογένειας.
Αν και ο τίτλος προδίδει το φιναλε, ο "γάλλος Χιτσκοκ" με αργούς ρυθμούς, γραμμικότατη αφήγηση και υπόγεια ένταση συντηρεί την αγωνία σε όλη τη διάρκεια μέχρι και την "προκλητική" τελική έκρηξη, υποστηριζόμενος από τις τέλειες ερμηνείες των Isabelle Huppert και Sandrine Bonnaire. Αν και πρωτοπόρος της νουβελ βαγκ δεν τo έπαιξε ποτέ Kαλλιτέχνης και ήταν πάντα ο πιο εύπεπτος των εκπροσώπων του Νέου Κύματος κάνοντας με πλάγιο τρόπο πολιτικές ταινίες και όχι προπαγάνδα. Ο ίδιος την χαρακτήριζε σαν την τελευταία Μαρξιστική ταινία.